Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2021

0 Αναμνήσεις απο τα χιόνια


Ανάμεσα στο έβγα του παλιού χρόνου και στο έμπα του καινούργιου, εκεί μέσα στο   γιορταστικό δωδεκαήμερο που πλησίαζε , συνήθως όμως γεναριάτικα είχαμε και την επίσκεψη του χιονιού στα χωριά μας.  Είναι η  εποχή που η χώρα μας με  τις σφοδρές χιονοπτώσεις και  τις πολικές θερμοκρασίες  «μπαίνει στην κατάψυξη» . Μια περίοδος ιδιαίτερα δύσκολη και σκληρή   για    τους ορεσίβιους-αγρότες και κτηνοτρόφους- μια ζωή γεμάτη βάσανα και κακουχίες  , με εικόνες της υπαίθρου που σήμερα δημιουργούν  σύγκρυο για όσους έχουν ζήσει παλιότερες δύσκολες καταστάσεις η έχουν επίγνωση των κινδύνων και δυσκολιών του άγριου χειμώνα.

Κάποιοι  από εμάς  είχαμε την τύχη να γεννηθούμε, να ζούμε η να πηγαινοερχόμαστε στα χωριά που το

 χιόνι, το κρύο και ο πάγος δεν έλειψαν ποτέ, κι έτσι με  τα βιώματα των παιδικών , νεανικών αλλά και πρόσφατων χρόνων να   μας συνοδεύουν δεν μας δημιουργεί καμία θετική εντύπωση η αίσθημα  νοσταλγίας το θέαμα με τα χιόνια . 

Αναφερόμαστε σε καταστάσεις και εποχές που δεν υπήρχε επαρκής καιρική πρόγνωση και επίσης απουσίαζαν ακόμη και οι στοιχειώδεις ανέσεις για να προφυλαχτούμε από τις άθλιες καιρικές συνθήκες. Ανταριασμένο Ξεροβούνι στην Περίστα και το ίδιο κι ο Αννινος απέναντι στην  Κόνισκα,  ήταν  σημάδι πως θα έχουμε    χιόνι, αυτό προμήνυε το σκοτεινό στεφάνι γύρω από τα βουνά.  Προληπτικά μέτρα ελάχιστα πέρα από ενα τσαπί κι ένα φτυάρι για την περίπτωση που έπρεπε να ανοίξουν το δρόμο αν μάζευε χιόνι , αποθήκευση  νερού –ακόμη κι όταν μπήκαν βρύσες   στα σπίτια- ο  αχυρώνας νάναι γεμάτος για τα ζωντανά, τα απαραίτητα ξύλα για το τζάκι –αυτό που το ανάβαμε και μας στράβωνε ο καπνός- κι ο Θεός βοηθός.

Όταν ξεκίναγε να χιονίζει,  ουρανός και γής  γινόντουσαν ένα πράμα, δεν βλέπαμε πέρα από τα δέκα μέτρα, παρ όλα αυτά  όλα εξελίσσονταν καλά κι αν ήταν μέρα το απολαμβάναμε μέχρις ενός σημείου. Τα δύσκολα άρχιζαν τη νύχτα που κοιμόμαστε και το χιόνι πέρναγε μέσα από τις χαραμάδες της πέτρινης σκεπής στα ξενταβάνωτα σπίτια και δεν ξέραμε τι θα αντικρίζαμε  στο φώς της μέρας.

Την  άλλη μέρα ξεπρόβαλαν όλα  άσπρα, όσο φτάνει το μάτι παντού χιόνι, με τα σπίτια κουκουλωμένα  κάτω από το χιόνι ,απέναντι μας η Περίστα ντυμένη πατόκορφα στα ολόλευκα .Οι μεγάλοι προσπαθούσαν να εκτιμήσαν  το ύψος του χιονιού . Χιόνι με πάχος-ύψος «όσο ένα τσαρούχι» ήταν αντιμετωπίσιμο, από εκεί και πάνω άρχιζαν τα δύσκολα, και το άνοιγμα των σοκακιών και των δρόμων με το φτυάρι για να επικοινωνούν με τους γείτονες ή με τα ζώα τους . Επρεπε να μαζέψουν νερό να ποτίσουν τα ζωντανά , τα οποία κι αυτά αγριεμένα από το χιόνι και το κρύο,  μαθημένα με τη βόλτα τους δεν σταματούσαν να βελάζουν διαμαρτυρόμενα για την κλεισούρα , έπρεπε να   έχουν ξύλα κάτω από κανένα υπόστεγο για τις δύσκολες μέρες.

Το σχολείο μας αυτές τις μέρες δεν λειτουργούσε για να μην ταλαιπωρούμαστε η   πηγαινοερχόμαστε μέσα στο χιόνι και το κρύο, ετσι γλυτώναμε και από την καθημερινή αγγαρεία να κουβαλά ο καθένας μας από το σπίτι του από ένα ξύλο για τη σχολική σόμπα , όπως ήταν καθιερωμένο.

Τα παιχνίδια με παρέες ήταν περιορισμένα  η διάθεση για χιονοπόλεμο ελάχιστη και μόνο σχέδια καταστρώναμε σαν παιδιά πως θα πιάναμε μέσα στο ψοφόκρυο    κυριαρίνες  που έπεφταν  στο  χωριό   ψάχνοντας να βρουν κάτι να φάνε.  Οι διαδρομές ωστόσο αποφεύγονταν μέσα στα κακοτράχαλα σοκάκια και στις κατηφόρες γιατί  κινδυνεύαμε ανα πάσα στιγμή να γλιστρήσουμε στο χιόνι και στον πάγο με ο,τι αυτό συνεπαγόταν για τη σωματική μας ακεραιότητα. 

Για τους μεγαλύτερους υπήρχαν τα δυο καφενεία του χωριού μας ,το ένα μάλιστα διέθετε και τηλέφωνο για ώρα ανάγκης , όπου μαζεύονταν οι μεγάλοι. Θα άκουγαν το ραδιόφωνο και το δελτίο καιρού, κατόπιν που το καφενείο απέκτησε την τηλεόραση του κι ακόμη μετέπειτα που μπήκε  το ηλεκτρικό (στα 1970) ,το ραδιόφωνο και η τηλεόραση στα σπίτια κάποιων η ζωή μας απέκτησε κάποιες ανέσεις.  Μέχρι τότε όμως όλα κινούνταν στο ίδιο μοτίβο της μονοτονίας. Εξω χιονιάς , ολόγυρα από το αναμμένο τζάκι η οικογένεια και στο παραγώνι μια καψαλισμένη γάτα να προσπαθεί να ζεσταθεί κι αυτή. Στο φώς του καντηλεριού η της φωτιάς η γιαγιά να γνέθει η να πλέκει , ο πατέρας η ο παππούς να διηγούνται φανταστικές ιστορίες για να περάσει η νύχτα κι εμείς τα μικρότερα να προσπαθούμε να διαβάσουμε  η να ακούμε άλλες φορές με περιέργεια κι άλλες με βαριεστημάρα τις διηγήσεις των μεγάλων.

Οι μεγαλύτερες όμως δυσκολίες  άρχιζαν μόλις σταματούσε το χιόνι και το γύρναγε σε ξεροβόρι. Ηταν οι βραδιές που όπως έλεγαν οι παλιοί «απόψε θα ψήσει τα φίδια» Καταξάστερες φεγγαρόφωτες γεναριάτικες βραδιές με πολικό ψύχος.  Βραδιές μαρτύριο γιατί είμασταν αναγκασμένοι να κοιμούμαστε κάτω από βαριά σκεπάσματα με θέρμανση υποτυπώδη αφού ένα τζάκι δεν μπορούσε να καλύψει ούτε καν  μισό τετραγωνικό  δωματίου, με τις τουαλέτες έξω και μακριά από τα σπίτια –άντε να σηκωθείς από τον ύπνο  και να βγείς εξω στην παγωμένη νύχτα- χωρίς ζεστό νερό  να πλυθείς το πρωί. Ξυπνούσαμε κι όλα ήταν παγωμένα. Πολλές φορές δεν μπορούσαμε να περπατήσουμε ούτε στην αυλή μας. Θάπρεπε σε μερικά σημεία να βράσουμε και να ρίξουμε καυτό νερό για να λιώσει ο πάγος. Η επικοινωνία λόγω του πάγου πολλές φορές ήταν αδύνατη και με τους γείτονες.  Αυτά βέβαια συμβαίνουν και στα νεώτερα χρόνια με σπασμένες βρύσες από τον πάγο και τα παγωμένα σοκάκια.

Η επικοινωνία με τον έξω κόσμο ήταν η επίσκεψη του ήρωα πλατανιώτη ταχυδρόμου που δεν  υπολόγιζε τον καιρό και ήταν συνεπής στο καθήκον του. Κι ακόμη ο ηρωισμός των οδηγών στη συγκοινωνία Θέρμο-Διασελλάκι-Πέρκος-Περίστα που έκανε πολλές μέρες για να πραγματοποιηθεί λόγω του χιονιού αλλά κυρίως λόγω του πάγου. Πολλές φορές το λεωφορείο αδυνατούσε να ξεκινήσει με παγωμένη μηχανή   Επισκέπτες κυρίως λόγω των εορτών έχουν εγκλωβιστεί πολλές φορές στο χωριό μας, μέχρι να αποκατασταθεί ο δρόμος και να λιώσουν οι πάγοι όταν το γύρναγε σε νοτιά και άρχιζαν οι βροχές. Τουλάχιστον άρχιζαν σιγά σιγά να λυώνουν οι πάγοι, κι ας περπατούσαμε μελανιασμένοι από το κρύο μέσα στη γλίτσα του πάγου και της λάσπης.

 Για τις αναγκαίες μετακινήσεις από χωριό σε χωριό και για  τους τολμηρούς υπήρχε και η πεζοπορία. Πέρκος –Κάτω Χρυσοβίτσα πεζοπορία εξι ώρες μέσα στο χιόνι   για να προλάβουμε τα λεωφορείο για το Θέρμο η το Αγρίνιο γιατί ξεκινούσαν τα μαθήματα στο Γυμνάσιο.   

Και στα νεώτερα χρόνια που καλυτέρεψε η ζωή μας ,αποκτήσαμε αυτοκίνητα και τα σπίτια μας απέκτησαν κάποιες ανέσεις πάλι το χιόνι και ο πάγος δείχνουν όχι μόνο πως δεν μας υπολογίζουν , αλλά οι ίδιοι έχουμε κάνει τη ζωή μας πιο επικίνδυνη με την άγνοια κινδύνου που μας διακατέχει η γιατί νομίζουμε πως μπορούμε να βγούμε νικητές με τη φύση. Εχουμε οδηγήσει και με χιόνι και με πάγο ,αψηφώντας πολλές φορές τους κινδύνους η μη εκτιμώντας σωστά την κρισιμότητα των καταστάσεων.

Η εμπειρία το να οδηγήσει κάποιος κάτω απο σφοδρή χιονόπτωση όταν μέρα μεσημέρι  όλα σκοτεινιάζουν , η γη με τον ουρανό γίνονται  ένα   και τα βλέπει όλα «ίσιωμα» , μη μπορώντας να διακρίνει που είναι η άκρη και που η ρίζα του δρόμου , που ο γκρεμός και που ο δρόμος στη διαδρομή  Πέρκος Διασελλάκι δεν είναι μόνο τραυματική ,αλλά μόνο σαν απόπειρα αυτοκτονίας μπορεί να ερμηνευτεί.  

Αν με ρωτήσετε αν μου λείπει το χιόνι θα σας πω πως ΟΧΙ. Τις ευεργετικές του ιδιότητες τις ξέρουμε .Ξέρουμε πως διατηρεί τη θερμότητα του εδάφους , προστατεύει τη βλάστηση, από τη τήξη του παρέχει άφθονο νερό  που τροφοδοτεί ποτάμια και χείμαρρους.    Καταστρέφει παράσιτα και δεν θα πρέπει να λησμονείται και η μεγάλη προσφορά του στον αθλητισμό, στα χιονοδρομικά κέντρα και στον τουρισμό. Όπως ξέρουμε επίσης  και τις ζημιές που προκαλεί . Το θέμα είναι να ξέρουμε πως τα αντιμετωπίζουμε όλα αυτά και ειδικά τον πάγο που δεν δέχεται αστεία σε οποιοδήποτε τύπου αυτοκίνητο κι αν οδηγούμε.

Γιατί άλλο είναι να σε πάνε στο γειτονικό μας Πλάτανο οδηγώντας κάποιος έμπειρος το δικό σου 4Χ4 για να δείς και  να απολαύσεις τα υπέροχα φαγητά του και τα χιόνια (και να ξεμείνεις η να εγκλωβιστείς άμα λάχει λόγω καιρού) η να σε πάνε σε κάποιο χιονοδρομικό με όλες τις ανέσεις κι άλλο να οδηγείς μόνος σου στην χιονοθύελλα η στον πάγο για να πάς στον Πέρκο και στο τέλος να σε ψάχνει η ΕΜΑΚ σε καμιά χαράδρα.

Θα κλείσω πάλι με ένα ποίημα του περιστιάνου Θανάση Παπαθανασόπουλου

“Χειμώνα καλωσόρισες στ’ απάτητα βουνά μου.

Με βρήκες με τα κούτσουρα στο παραγώνι ανάρια

με τα κασόνια ολόγιομα απτα πολλά καλά μου

και με τα μπρούσικα κρασιά κλειστά στα γιοματάρια.

Σύρε, γυναίκα, βάλε μου στην κούπα κοκκινέλι

Και γύρε να πλαγιάσουμε σιμά στο παραγώνι.

Μη γνοιάζεσαι για τίποτα και δράμι μη σε μέλει.

Καλά που κάνει παγωνιά, καλά που ρίχνει χιόνι”

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου